- εμμελής ανάγνωση
- εμμελής ανάγνωση ηмелодичное чтение нараспев в храме (чтение молитв, псалмов, паремий, Апостола и Евангелия)
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.
στιχολογία — ἡ, ΜΑ [στιχολόγος] 1. απαγγελία στίχων («ὑπὲρ μισθοῡ στιχολογίας», πάπ.) 2. εκκλ. α) κατά στίχο ψαλμωδία ή εμμελής ανάγνωση τών ψαλμών ή τών βιβλικών ωδών β) απαγγελία, σε αντιδιαστολή προς την ψαλμωδία … Dictionary of Greek